δημοσκόπος


δημοσκόπος
Προφορά

Ετυμολογία
δημοσκόπος αρχαία ελληνική └ελλ┘ λ. δῆμος (= λαός) + σκοπώ (= εξετάζω)

Ερμηνεία
δημοσκόπος

✦ ουσ. επιστήμονας που διενεργεί δημοσκόπηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.