δημοσκόπηση
Προφορά
Ετυμολογία
δημοσκόπηση δημοσκοπώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δημοσκόπηση
✦ σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, βασισμένη σε κατάλληλα συνταγμένο ερωτηματολόγιο· (ξεν. όρος γκάλοπ): οι τελευταίες δημοσκοπήσεις φέρουν ως πρώτο κόμμα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–