δημοσιοσχεσίτισσα


δημοσιοσχεσίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
δημοσιοσχεσίτισσα δημόσιες σχέσεις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δημοσιοσχεσίτισσα

✦ θηλ. δημοσιοσχεσίτισσα αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τις δημόσιες σχέσεις, που αναλαμβάνει την προβολή ατόμου, οργανισμού επιχείρησης κτλ. και τη δημιουργία της επιθυμητής εικόνας του στο κοινό που τον ενδιαφέρει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.