δημοσιονομικός


δημοσιονομικός
Προφορά

Ετυμολογία
δημοσιονομικός δημοσιονομία

Ερμηνεία
επίθετο┘ δημοσιονομικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη δημοσιονομία: δημοσιονομική πολιτική (σύνολο μέτρων – προσφυγή στη φορολογία, δάνεια, διενέργεια δαπανών – για τη διαχείριση των εσόδων του δημοσίου για την αντιμετώπιση κρατικών και κοινωνικών δαπανών)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
δημοσιονομικά (Κ δημοσιονομικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.