δημοσιογραφισμός


δημοσιογραφισμός
Προφορά

Ετυμολογία
δημοσιογραφισμός δημοσιογράφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δημοσιογραφισμός

✦ πρόχειρος τρόπος γραφής, ρηχή δημοσιογραφία που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό του κοινού: ήρθαν για να το (το κοινό) γλιτώσουν από τους δημοσιογραφισμούς… και αντί γι’ αυτό μεταμορφώνονται σε σκλάβους του, επαιτώντας ένα χειροκρότημα που μπορούσε με την ίδια επιπολαιότητα να δοθεί στο πρώτο τυχόν ταγκό ή χρονογράφημα (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.