δημοσιογραφίσκος


δημοσιογραφίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
δημοσιογραφίσκος υποκοριστικό του ουσιαστικού δημοσιογράφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δημοσιογραφίσκος

✦ άσημος, ανάξιος λόγου δημοσιογράφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.