δηλητηριαστής


δηλητηριαστής
Προφορά

Ετυμολογία
δηλητηριαστής δηλητηριάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δηλητηριαστής

✦ θηλ. δηλητηριάστρια που δηλητηριάζει, που σκοτώνει με δηλητήριο

Συνώνυμα
φαρμακευτής – φαρμακεύτρια
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.