δεύτερος


δεύτερος
Προφορά

Ετυμολογία
δεύτερος αρχαία ελληνική δεύτερος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δεύτερος -η, -ο

✦ ο αμέσως μετά τον πρώτο: τερμάτισε δεύτερος
✦ ο όμοιος με κάποιον, ο κατά το υπόδειγμα κάποιου: στάθηκε δεύτερη μητέρα γι’ αυτόν
✦ κατώτερος: δεύτερη ποιότητα
✦ ένα δεύτερο, το μισό
✦ δεύτερο λεπτό, το δευτερόλεπτο
✦ δευτέρα παρουσία, κατά το χριστιανισμό, η ημέρα της τελικής κρίσης από το Θεό, η συντέλεια του κόσμου: τι αξίζει ένας άνθρωπος, τι θέλει και πώς θα δικαιολογήσει τον εαυτό του στη δευτέρα παρουσία; (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. έρχομαι δεύτερος, καθυστερώ, προλαβαίνομαι από άλλον – δεύτερο χέρι, (για οικοδ. εργασίες) επανάληψη εργασίας: δεν πέρασε ακόμη το δεύτερο χέρι στους τοίχους – από δεύτερο χέρι, για πληροφορίες, που δεν προέρχονται από κάποιον που είχε άμεση εμπειρία – για αγορά μεταχειρισμένου πράγματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.