δεύσιμος


δεύσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
δεύσιμος αρχαία ελληνική δεύσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δεύσιμος -η, -ο

✦ αυτός που μπορεί, που είναι κατάλληλος να βαφεί με ανεξίτηλο χρώμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.