δευτερόλεπτο


δευτερόλεπτο
Προφορά

Ετυμολογία
δευτερόλεπτο δεύτερος + λεπτόν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δευτερόλεπτο

✦ το ένα εξηκοστό του πρώτου λεπτού της ώρας ή της μοίρας
✦ (συνεκδ.) ελάχιστο χρονικό διάστημα, μια στιγμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.