δευτερόγαμος


δευτερόγαμος
Προφορά

Ετυμολογία
δευτερόγαμος μεταγενέστερη ελληνική δευτερόγαμος

Ερμηνεία
δευτερόγαμος

✦ επίθ. αυτός που συνάπτει ή συνήψε δεύτερο γάμο, ξαναπαντρεμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.