δευτεροπαθής


δευτεροπαθής
Προφορά

Ετυμολογία
δευτεροπαθής δεύτερος + πάσχω

Ερμηνεία
επίθετο┘ δευτεροπαθής -ής, -ές

✦ που παθαίνει το ίδιο, για δεύτερη φορά |(ιατρ.) ο εκδηλούμενος ως επακόλουθο ή επιπλοκή προηγούμενης καταστάσεως: δευτεροπαθής νόσος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.