δευτερεύων


δευτερεύων
Προφορά

Ετυμολογία
δευτερεύων μεταγενέστερη ελληνική ρ. δευτερεύω

Ερμηνεία
δευτερεύων

✦ -ουσα, -ον (-οντος) μτχ. ως επίθ. ο δεύτερος σε σειρά, βαθμό ή αξία
✦ (γεν.) όχι σημαντικός, που βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα
✦ (γραμμ.) δευτερεύουσα πρόταση, που συμπληρώνει το νόημα άλλης, της κύριας, προτάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.