δευτερευόντως
Προφορά
Ετυμολογία
δευτερευόντως δευτερεύω
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ δευτερευόντως
✦ κατά δεύτερο λόγο, σε ασήμαντο βαθμό: δευτερευόντως και παρεμπιπτόντως μόνο τους ενδιαφέρουν τα καθημερινά προβλήματα των δημοτών (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
παρέργως
Αντίθετα
κυρίως, πρωτίστως, προπάντων
Επιρρήματα
–