δευτερανωπία
Προφορά
Ετυμολογία
δευτερανωπία └νεολατιν┘ deuteranopia
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δευτερανωπία
✦ (ιατρ.) διαταραχή κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να ξεχωρίσει το πράσινο (δεύτερο βασικό) χρώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–