δεσπότης
Προφορά
Ετυμολογία
δεσπότης αρχαία ελληνική δεσπότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δεσπότης
✦ άρχοντας, δυνάστης
✦ επίσκοπος: ντυμένοι τ’ άμφια δεσποτάδες, οπού μίτρες φοράν πετραδοκόλλητες (Άγγ. Σικελιανός)
✦ κλητ. Δέσποτα, προσφώνηση κληρικού
Συνώνυμα
αυθέντης, κύριος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–