δεσπόζω
Προφορά
Ετυμολογία
δεσπόζω αρχαία ελληνική δεσπόζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δεσπόζω
✦ (αμτβ. κ. μτβ. με αιτιατ., γενική ή πρόθ. κ. αιτιατ.) είμαι απόλυτος κύριος, εξουσιάζω: εκεί δέσποζε, κυβερνούσε (Γ. Θεοτοκάς) – εδέσποζε των παθών του – η Ρώμη δέσποζε σ’ ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο
✦ (για τόπους) βρίσκομαι ψηλότερα: το φρούριο δεσπόζει της πόλεως – η Ακρόπολη δεσπόζει στην Αθήνα
✦ (μτφ. ) είμαι σπουδαιότερος, υπερέχω: ο Ψυχάρης εδέσποζε στην πνευματική ζωή του τόπου (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–