δεσμώ


δεσμώ
Προφορά

Ετυμολογία
δεσμώ μεταγενέστερη ελληνική δεσμέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα δεσμώ -είς, -εί

✦ εύχρ. στη φρ. το δεσμείν και λύειν, για κάποιον που «λύνει και δένει», που εισηγείται και εισακούεται ανεπιφύλακτα από ανωτέρους, που είναι πανίσχυρος: ο Θεοφιλίτσης ήτανε το δεσμείν και το λύειν μέσα στο παλάτι (Φ. Κόντογλου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.