δεκτικός


δεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
δεκτικός αρχαία ελληνική δεκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δεκτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να δεχτεί κάτι (ενέργεια, επίδραση κτλ.)
✦ ο κατάλληλος να περιλάβει, να χωρέσει

Συνώνυμα
επιδεκτικός
Αντίθετα
ανεπίδεκτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.