δεκαπλασιασμός


δεκαπλασιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
δεκαπλασιασμός δεκαπλασιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δεκαπλασιασμός

✦ πολλαπλασιασμός επί δέκα
✦ (γεν.) μεγάλη αύξηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.