δεκάχρονος


δεκάχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
δεκάχρονος δέκα + χρόνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δεκάχρονος -η, -ο

✦ ο ηλικίας ή διάρκειας δέκα χρόνων
✦ τα δεκάχρονα ως ουσ., η δεκαετηρίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.