δεκάτη
Προφορά
Ετυμολογία
δεκάτη αρχαία ελληνική δεκάτη, └θηλ┘ του επιθέτου δέκατος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δεκάτη
✦ φόρος στα γεωργικά προϊόντα, εισπραττόμενος σε είδος, το δέκατο (δέκατη μοίρα) της όλης ποσότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–