δεκάλογος
Προφορά
Ετυμολογία
δεκάλογος δέκα + λόγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δεκάλογος
✦ κώδικας νόμων τον οποίο κατά τη βιβλική αφήγηση, έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, οι δέκα εντολές
✦ κάθε κανόνας με δέκα διατάξεις ή οδηγίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–