δεκάλεπτος
Προφορά
Ετυμολογία
δεκάλεπτος δέκα + λεπτό
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δεκάλεπτος -η, -ο
✦ αυτός που διαρκεί δέκα λεπτά: δεκάλεπτη διάρκεια του διαλείμματος
✦ ουδ. δεκάλεπτο ως ουσ., χρόνος δέκα λεπτών της ώρας
✦ δεκάρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–