δειπνοθήρας
Προφορά
Ετυμολογία
δειπνοθήρας μεταγενέστερη ελληνική δειπνοθήρας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δειπνοθήρας
✦ αυτός που επιδιώκει να προσκαλείται σε δείπνα ή να μετέχει, αν και απρόσκλητος, σε δείπνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–