δεινός
Προφορά
Ετυμολογία
δεινός αρχαία ελληνική δεινός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δεινός -ή, -ό
✦ φοβερός, τρομερός
✦ άγριος, σφοδρός: δεινή σύγκρουση
✦ εξαιρετικά ικανός: δεινός κολυμβητής
✦ το ουδ. πληθ. τα δεινά ως ουσ., συμφορές, βάσανα: η σκλαβιά έχει πάντα δεινά και ταπεινώσεις (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
δεινά (Κ δεινώς)