δεγράς


δεγράς
Προφορά

Ετυμολογία
δεγράς └γαλλ┘ dégras

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δεγράς

✦ είδος λιπαντικού που χρησιμοποιείται για να εμποδίζει την ξήρανση των δερμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.