δαχτυλάκι


δαχτυλάκι
Προφορά

Ετυμολογία
δαχτυλάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού δάχτυλο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δαχτυλάκι

✦ μικροκαμωμένο δάχτυλο
✦ το μικρό δάχτυλο των χεριών ή των ποδιών
✦ φρ. δεν κούνησε ούτε το δαχτυλάκι του, δεν έκανε τίποτε, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.