δασοκόμος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δασοκόμοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δασοκόμος.mp3Ετυμολογίαδασοκόμος δάσος + β΄ συνθετ. κομέω -ώ (= φροντίζω) Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο δασοκόμος ✦ ο ασχολούμενος με τη δασοκομία Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–