δασοκόμος


δασοκόμος
Προφορά

Ετυμολογία
δασοκόμος δάσος + β΄ συνθετ. κομέω -ώ (= φροντίζω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δασοκόμος

✦ ο ασχολούμενος με τη δασοκομία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.