δασκαλάκος


δασκαλάκος
Προφορά

Ετυμολογία
δασκαλάκος υποκοριστικό του ουσιαστικού δάσκαλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δασκαλάκος

✦ ο μικρός στην ηλικία ή στο ανάστημα, ή ο ασήμαντος δάσκαλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.