δασκάλισσα
Προφορά
Ετυμολογία
δασκάλισσα αρχαία ελληνική διδάσκαλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δασκάλισσα
✦ θηλ. δασκάλα κ. δασκάλισσα που διδάσκει
✦ (ειδ.) ο δημοδιδάσκαλος
✦ σοφός, έμπειρος: είναι δάσκαλος σε κάτι τέτοια
✦ αριστοτέχνης: δάσκαλος στη ζωγραφική
✦ σχολαστικός
✦ φρ. βρήκε το δάσκαλό του, κάποιον ικανότερο ή πιο επιτήδειο απ’ αυτόν – παροιμ. φρ. δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, για κάποιον που δεν τηρεί αυτά που ο ίδιος διδάσκει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–