δαπανηρός
Προφορά
Ετυμολογία
δαπανηρός αρχαία ελληνική δαπανηρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δαπανηρός -ή, -ό
✦ που απαιτεί πολλές δαπάνες: αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
πολυέξοδος, πολυδάπανος, ακριβός
Αντίθετα
ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος, φτηνός, οικονομικός
Επιρρήματα
δαπανηρά (Κ δαπανηρώς)