δαπάνη


δαπάνη
Προφορά

Ετυμολογία
δαπάνη αρχαία ελληνική δαπάνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δαπάνη

✦ το ξόδεμα χρημάτων
(μτφ. ) καταβολή οποιασδήποτε προσπάθειας για κάποιο σκοπό
✦ φρ. δημοσία δαπάνη, με έξοδα του κράτους – ιδία δαπάνη, με δικά του έξοδα

Συνώνυμα
έξοδο ,ανάλωση
Αντίθετα
είσπραξη, έσοδο
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.