δαντέλα


δαντέλα
Προφορά

Ετυμολογία
δαντέλα └γαλλ┘ dentelle

Ερμηνεία
δαντέλα

✦ (Κ δαντέλλα) διάφανο πλέγμα από λεπτές κλωστές, χρησιμοποιούμενο για τη διακόσμηση υφασμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.