δαμάλα


δαμάλα
Προφορά

Ετυμολογία
δαμάλα └ουσ┘ δαμάλι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δαμάλα

✦ μεγάλη αγελάδα: καθώς κλαίει σαν της παίρνουν το τέκνο η δαμάλα (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.