δαμάζω


δαμάζω
Προφορά

Ετυμολογία
δαμάζω αρχαία ελληνική δαμάζω

Ερμηνεία
ρήμα δαμάζω

✦ εξημερώνω, τιθασεύω: ο Βελλεροφόντης δάμασε τον Πήγασο – αυτό το άλογο δε δαμάζεται με τίποτα
✦ επιβάλλω πειθαρχία
✦ κατανικώ: αγωνιζόταν να δαμάσει τον δαίμονα της σάρκας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.