δακτύλιος


δακτύλιος
Προφορά

Ετυμολογία
δακτύλιος αρχαία ελληνική δακτύλιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δακτύλιος

✦ κρίκος
✦ δαχτυλίδι
✦ (γεν.) κάθε αντικείμενο ή εξάρτημα που μοιάζει με κρίκο
✦ περιοχή που ορίζεται από κυκλική ή σχεδόν κυκλική περιοχή: δακτύλιος της πόλης (στον οποίο απαγορεύεται περιοδικώς η κίνηση ιδιωτικών αυτοκινήτων)
✦ (ανατομ.) το τελικό άκρο του απευθυσμένου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.