δακτυλοδεικτώ


δακτυλοδεικτώ
Προφορά

Ετυμολογία
δακτυλοδεικτώ αρχαία ελληνική δακτυλοδεικτῶ

Ερμηνεία
δακτυλοδεικτώ

✦ κ. -χτώ, -είς, -εί ρ. δείχνω κάποιον με το δάχτυλο
✦ (κ. μτφ.): δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν (Κ. Καρυωτάκης)
✦ προβάλλω ως παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.