δαιμονισμός


δαιμονισμός
Προφορά

Ετυμολογία
δαιμονισμός μεταγενέστερη ελληνική δαιμονισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δαιμονισμός

✦ μανία προερχόμενη από την επίδραση δαιμονίου
✦ φρενοβλάβεια, παραφροσύνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.