δαιδαλοειδής


δαιδαλοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
δαιδαλοειδής δαίδαλος + είδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δαιδαλοειδής -ής, -ές

✦ αυτός που έχει ποικίλματα, περίτεχνος
✦ (για οικοδόμημα) λαβυρινθώδης, δαιδαλώδης
(μτφ. ) σκοτεινός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.