δαιδάλειος


δαιδάλειος
Προφορά

Ετυμολογία
δαιδάλειος αρχαία ελληνική δαιδάλειος

Ερμηνεία
δαιδάλειος

✦ -α κ. -ος, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Δαίδαλο
✦ δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης
✦ ουδ. δαιδάλειο(ν) ως ουσ., συσκευή που επινοήθηκε από το Δαίδαλο και δημιουργεί οπτικές απάτες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.