δίχως
Προφορά
Ετυμολογία
δίχως συμφυρμός των αρχαία ελληνική διχῶς + δίχα
Ερμηνεία
δίχως
✦ πρόθ. χωρίς: μου κάκιωσε δίχως αιτία κι αφορμή – θολά καθώς τα μάτια σου που κλαιν με δίχως δάκρυα (Λ. Πορφύρας)
✦ φρ. δίχως άλλο κ. το δίχως άλλο, οπωσδήποτε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–