δίχρονος


δίχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
δίχρονος δις + χρόνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δίχρονος -η, -ο

✦ ο ηλικίας ή διάρκειας δύο ετών
✦ το ουδ. δίχρονο ως ουσ., φωνήεν (α, ι, υ) άλλοτε μακρόχρονο, άλλοτε βραχύχρονο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.