δίφρος


δίφρος
Προφορά

Ετυμολογία
δίφρος αρχαία ελληνική δίφρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δίφρος

✦ πολεμικό άρμα
✦ οποιαδήποτε άμαξα
✦ είδος καθίσματος χωρίς ερεισίνωτο και βραχίονες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.