δίπορτος


δίπορτος
Προφορά

Ετυμολογία
δίπορτος δύο + πόρτα

Ερμηνεία
επίθετο┘ δίπορτος -η, -ο

✦ που έχει δύο πόρτες
✦ το ουδ. δίπορτο ως ουσ., διπλή διέξοδος, διπλή ωφέλεια: φρ. το ‘χει δίπορτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.