δίκοπος


δίκοπος
Προφορά

Ετυμολογία
δίκοπος δις + κόπτω

Ερμηνεία
επίθετο┘ δίκοπος -η, -ο

✦ με δύο κόψεις: δίκοπο μαχαίρι
(μτφ. ) ενέργεια ή επιχείρημα εναντίον κάποιου, που, όμως, μπορεί να στραφεί και εναντίον αυτού που ενεργεί ή το χρησιμοποιεί

Συνώνυμα
αμφίστομος, δίστομος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.