δίζυγο


δίζυγο
Προφορά

Ετυμολογία
δίζυγο └ουδ┘ του επιθέτου δίζυγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δίζυγο

✦ όργανο γυμναστικής, αποτελούμενο από τέσσερις παράλληλους στύλους ζευγμένους ανά δύο με οριζόντιες δοκούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.