δίζηση
Προφορά
Ετυμολογία
δίζηση αρχαία ελληνική δίζησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δίζηση
✦ (νομ.) διζήσεως ένστασις, ένσταση την οποία δικαιούται να προβάλει ο εγγυητής και βάσει αυτής να αποκρούσει την αγωγή του δανειστή και να αρνηθεί να εξοφλήσει το χρέος, μέχρις ότου ο δανειστής προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–