δίβουλος
Προφορά
Ετυμολογία
δίβουλος μεσαιωνική ελληνική δίβουλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δίβουλος -η, -ο
✦ δίγνωμος: στάθηκε δίβουλος, πίσω να πάει ή μπρος (Στρ. Μυριβήλης)
✦ ο μη σταθερός στη γνώμη του, αναποφάσιστος: οι Έφοροι ήσαν δίβουλοι και δεν ήξεραν τι να συμβουλέψουν την συνέλευση (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
άβουλος, παλίμβουλος, δισταχτικός
Αντίθετα
αποφασιστικός
Επιρρήματα
–