δίβολος


δίβολος
Προφορά

Ετυμολογία
δίβολος αρχαία ελληνική δίβολος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δίβολος -η, -ο

✦ για χωράφι στο οποίο έγινε διβόλισμα, ο για δεύτερη φορά οργωμένος αγρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.